υπνώττω

υπνώττω
(αόρ. υπνωσα) αμετ. прям. , перен. дремать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υπνώττω" в других словарях:

  • υπνώττω — ὑπνώσσω, ΝΑ, και αττ. τ. ὑπνώττω Α νεοελλ. 1. κοιμάμαι ελαφρά, λαγοκοιμάμαι 2. μτφ. αδρανώ τελείως, δεν κάνω αυτά που πρέπει («οι αρμόδιοι υπνώττουν») αρχ. 1. νυστάζω, αρχίζει να μέ παίρνει ο ύπνος 2. κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπνος + κατάλ. ώσσω / …   Dictionary of Greek

  • ὑπνώττω — ὑπνώσσω to be sleepy pres subj act 1st sg (attic) ὑπνώσσω to be sleepy pres ind act 1st sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυπνώττω — ἐφυπνώττω (Α) κοιμάμαι πάνω σε κάτι, έχω κάτι κάτω από το προσκέφαλό μου («τοῑς Ὁμήρου ποιήμασιν ἐφυπνώττειν», Ιουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑπνώττω (< ὕπνος)] …   Dictionary of Greek

  • υπνώσσω — Ν βλ. υπνώττω …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»